πεπερασμένος

πεπερασμένος
-η, -ο / πεπερασμένος, -η, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει πέρας, που έχει όρια χρονικά ή τοπικά
2. το ουδ. ως ουσ. το πεπερασμένο
(φιλοσ.) αυτό που έχει όρια στον χρόνο, στον χώρο, στο μέγεθος, στον αριθμό ή στη δύναμη, το αντίθετο τού απείρου
3. φρ. α) «πεπερασμένα» ή «διακριτά μαθηματικά»
μαθημ. εκτεταμένη περιοχή τών μαθηματικών που δημιουργήθηκε από την αρχαιότητα ακόμη και στην οποία μελετώνται κυρίως, σε αντιδιαστολή με τα κλασικά μαθηματικά, προβλήματα διακριτοποίησης
νεοελλ.
φρ. «θεώρημα πεπερασμένων αυξήσεων»
μαθημ. το θεώρημα μέσης τιμής.
επίρρ...
πεπερασμένως Α
ολοκληρωτικά εξ ολοκλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παρακμ. τού περαίνω*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πεπερασμένος — περαίνω bring to an end perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περαίνω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πειραίνω, Α 1. φέρω κάτι σε πέρας, ολοκληρώνω την εκτέλεση κάποιου πράγματος, τό αποπερατώνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπερασμένος, η, ον βλ. πεπερασμένος αρχ. 1. (για λόγο) δίνω τέλος, παύω («πέραινέ μοι λόγον», Ευρ.) 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • απόδειξη — (Μαθημ.).Στα μαθηματικά, λέγοντας α. εννοούμε τη συναγωγή από μερικές προϋποθέσεις (υπόθεση) κάποιου συμπεράσματος (θέση) με τη βοήθεια ορισμένων και εντελώς καθορισμένων κανόνων. Έτσι, στο περίφημο θεώρημα του Πυθαγόρα, η υπόθεση είναι ότι ένα… …   Dictionary of Greek

  • ορίσμιος — ὁρίσμιος, ον (Α) [όρισμα] (σχετικά με αριθμό) πεπερασμένος …   Dictionary of Greek

  • πεπερασμενάκις — Α επίρρ. σε συγκεκριμένο αριθμό ετών («τὰ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπερασμένος + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πλειστ άκις)] …   Dictionary of Greek

  • περατοειδής — ές, Α ο περιορισμένος ως προς τη φύση του σε αντιδιαστολή με τον άπειρο, ο πεπερασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρας, ατος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • περατώνω — περατῶ, όω, ΝΜΑ [πέρας, ατος] φέρω κάτι σε πέρας, ολοκληρώνω κάποιο έργο αρχ. 1. περικλείω εντός ορίων, περιορίζω 2. (μέσ. και παθ.) περατώνομαι α) περιορίζομαι β) είμαι πεπερασμένος γ) γραμμ. λήγω, καταλήγω …   Dictionary of Greek

  • προπερασμένος — η, ο, Ν ο προηγούμενος από άλλον που πέρασε, ο πριν από τον προηγούμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πεπερασμένος, μτχ. παρακμ. τού περαίνω*] …   Dictionary of Greek

  • ράντα — (I) η, Ν 1. σύνολο διατεταγμένων χρηματικών ποσών που καταβάλλονται ανά ίσα χρονικά διαστήματα 2. φρ. α) «πρόσκαιρη ράντα» ράντα τής οποίας ο αριθμός τών καταβολών είναι πεπερασμένος β) «διηνεκής ράντα» ράντα τής οποίας ο αριθμός καταβολών είναι… …   Dictionary of Greek

  • χωρητός — ή, όν, ΜΑ [χωρῶ] ο καταληπτός, αυτός τον οποίο μπορεί εύκολα κανείς να συλλάβει με τον νου αρχ. 1. διαβατός 2. πεπερασμένος 3. (γενικά) ικανός για κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”