- πεπερασμένος
- -η, -ο / πεπερασμένος, -η, -ον, ΝΑ1. αυτός που έχει πέρας, που έχει όρια χρονικά ή τοπικά2. το ουδ. ως ουσ. το πεπερασμένο(φιλοσ.) αυτό που έχει όρια στον χρόνο, στον χώρο, στο μέγεθος, στον αριθμό ή στη δύναμη, το αντίθετο τού απείρου3. φρ. α) «πεπερασμένα» ή «διακριτά μαθηματικά»μαθημ. εκτεταμένη περιοχή τών μαθηματικών που δημιουργήθηκε από την αρχαιότητα ακόμη και στην οποία μελετώνται κυρίως, σε αντιδιαστολή με τα κλασικά μαθηματικά, προβλήματα διακριτοποίησηςνεοελλ.φρ. «θεώρημα πεπερασμένων αυξήσεων»μαθημ. το θεώρημα μέσης τιμής.επίρρ...πεπερασμένως Αολοκληρωτικά εξ ολοκλήρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παρακμ. τού περαίνω*].
Dictionary of Greek. 2013.